- σπουδᾶς
- σπουδᾶ̱ς , σπουδάζωto be busyfut ind act 2nd sg (doric)σπουδήhastefem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπουδάς — σπουδά̱ς , σπουδή haste fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λούβαρης, Νικόλαος — (Αρνάδος Τήνου 1887 – Αθήνα 1961). Συγγραφέας, εκπαιδευτικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως καθηγητής της παιδαγωγικής στο Αρσάκειο και διευθυντής σε γυμνάσιο αρρένων της Θεσσαλονίκης, ενώ το 1925 κατέλαβε την… … Dictionary of Greek
Μενάγιας, Ιωάννης — (Αργοστόλι 1813 – Μπάντεν, Γερμανία 1870). Φιλόσοφος. Σπούδασε νομικά στην Πίζα και φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη, στη Λιψία και στο Βερολίνο. Το 1838 αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας και αισθητικής του πανεπιστημίου της Λιψίας, με τίτλο της… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek